Τρικαλινός

Τρικαλινός
ο, θηλ. Τρικαλινή, Ν
1. ο κάτοικος τών Τρικάλων ή αυτός που κατάγεται από τα Τρίκαλα»
2. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από τα Τρίκαλα, τρικαλιώτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίκαλα + κατάλ. -ινός (πρβλ. πατρ-ινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τρικαλινός — Τρικαλινός, ο θηλ. ή ο κάτοικος των Τρικάλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τρικαλινός, Ιωάννης — (Συρράκο Hπείρου 1888 – ;). Έλληνας γεωλόγος και μεταλλειολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη διάρκεια της θητείας του ως βοηθός του Γεωλογικού και Παλαιοντολογικού Εργαστηρίου κατασκεύασε σειρά ανάγλυφων χαρτών… …   Dictionary of Greek

  • Τρικάλων, νομός — Διοικητική διαίρεση της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, που συνορεύει στα Β με τον νομό Γρεβενών, στα Α με τον νομό Λάρισας, στα Ν με τον νομό Καρδίτσας και στα Δ με τους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων. Έχει έκταση 3.338 τ. χλμ. και πληθυσμό 138.946 κατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”